Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2019 07:50

Κίνα - ΗΠΑ - ΝΒΑ: Τίποτα για να υποστηρίξεις.

Από :

Mε το NBA να έχει μπει έναν μήνα τώρα στη σεζόν 2019-20, τα νέα από «το μέτωπο της Κίνας» σαν δια μαγείας να είχαν από καιρό εξαφανιστεί. Από εκεί που μονοπωλούσαν την καθημερινότητα της Λίγκας για έναν και πλέον μήνα, ξαφνικά σαν να μην είχε τίποτα συμβεί. Και αφορμή για να θυμηθούμε πως μάλλον κάτι είχε συμβεί σχετικά πρόσφατα, μας δόθηκε στο παιχνίδι που έλαβε χώρα τα ξημερώματα της 10ης Νοεμβρίου, μεταξύ των Lakers και των Heat. Συγκεκριμένα, η μετάδοση του εν λόγω αγώνα διακόπηκε από το κινέζικο δίκτυο Tencent που το μετέδιδε, επειδή στην πρώτη σειρά καθόταν θεατής ντυμένος με τη σημαία της Taiwan. Και αυτή η είδηση από μόνη της κίνησε το ενδιαφέρον μας για το ποια είναι τρέχουσα κατάσταση μεταξύ ΗΠΑ και NBA.

Από το αναλυτικό άρθρο του Kevin Arnovitz του ESPN μάθαμε πως η κινέζικη δημόσια τηλεόραση, ένα από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά δίκτυα παγκοσμίως, δεν έχει μεταδώσει ούτε έναν αγώνα NBA της τρέχουσας σεζόν. Τα παιχνίδια μεταδίδονται αποκλειστικά από το Tencent, χωρίς όμως καμία απολύτως μετάδοση των Rockets, με την όλη κατάσταση να παραμένει εντελώς ρευστή αναφορικά με το πότε οι σχέσεις και οι μεταδόσεις θα εξομαλυνθούν οριστικά.

Οι δύο αυτές κινήσεις, το να διακόπτεται η μετάδοση ενός αγώνα επειδή στην πρώτη σειρά κάποιος είναι ντυμένος με τη σημαία της Taiwan και το να μεταδίδονται οι 29 από τις 30 ομάδες ενός πρωταθλήματος, γιατί «δεν θέλουμε από τη μία να δυσαρεστήσουμε τους αμέτρητους fans του NBA στη χώρα, αλλά από την άλλη θέλουμε να καταστήσουμε σαφή τα όρια που βάζουμε», θα μπορούσαν να θεωρηθούν ακριβώς το ίδιο γραφικές με το να καλύπτεται στην τηλεοπτική μετάδοση το όνομα της Βόρειας Μακεδονίας (όταν ακόμα για όλον τον υπόλοιπο κόσμο λεγόταν σκέτο «Μακεδονία») με ένα κομμάτι παρκέ. Όμως όταν μιλάμε για μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου και τα -κακομαθημένα- «θέλω» της που επιτακτικά προτάσσει, μάλλον είναι κάτι που πρέπει να εξεταστεί κάπως αναλυτικότερα.

Έτσι, παρά τη βαθιά βεβαιότητα πως, αργά ή γρήγορα, θα επέλθει η οριστική εξομάλυνση, γεννήθηκαν μία σειρά από ερωτήματα: Είναι το παιχνίδι τελικά παγκόσμιο και υπερβατικό, σε βαθμό που θα καταφέρει να ξεπεράσει τις όποιες οικονομικές και ιδεολογικοπολιτικές συγκρούσεις δημιουργούνται περιφερειακά αυτού ή, το ακριβώς αντίθετο, είναι τα οικονομικά συμφέροντα που το περιβάλλουν τόσο ισχυρά που επιβάλλουν την ανοχή, σε βάρος των όποιων διαφορετικών απόψεων;

Όμως όσο περισσότερο προσεγγίζαμε το θέμα, τόσο καταλήγαμε πως αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί αυτόνομα, αν δεν μπει στο γενικότερο πλαίσιο που καθορίζουν τις σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας τα τελευταία χρόνια. Και εκεί τα ερωτήματα ξέφευγαν και από αθλητικά, γίνονταν πολιτικά, οικονομικά, γεωπολιτικά: «Ποιος ο λόγος της αντιπαλότητας Κίνας και ΗΠΑ;», «πως γιγαντώθηκε οικονομικά η Κίνα;», «και γιγαντώθηκε σε βαθμό που να απειλεί τις ΗΠΑ;», «το ΝΒΑ πώς μπορεί να πατήσει και στις δύο βάρκες χωρίς να βραχεί;», «υπάρχει ‘καλός’ και ‘κακός’ σε αυτό το παιχνίδι επιβολής;»

Το πλαίσιο - η άποψη ενός καλεσμένου

Καθώς οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα δεν μπορούν να δοθούν ούτε εύκολα, ούτε μονολεκτικά, πόσο δε με «μπασκετικούς» όρους, για την καλύτερη κατανόηση του πλαισίου που εντάσσεται η κόντρα των δύο υπερδυνάμεων, συνολικά και πέρα από το tweet του Morey, ζήτησα τη συνδρομή του πολύ καλού μου φίλου, Κωστή Κωσταγιάννη, λέκτορα Διεθνών Σχέσεων στην ακαδημία RANEPA της Αγίας Πετρούπολης, ο οποίος σε ένα μακρύ skype call δέχτηκε να βοηθήσει σχετικά.

«Πολλοί σχολιαστές στις ΗΠΑ αναμένουν την άνοδο της Κίνας με έντονη ανησυχία εδώ και χρόνια», εξηγεί ο Κωστής. «Ηγεμονικοί πόλεμοι στο παρελθόν υπήρξαν αρκετά συνηθισμένοι όταν ανερχόμενες δυνάμεις έρχονταν αντιμέτωπες με ήδη εγκατεστημένες δυνάμεις των οποίων η ισχύς έφθινε. Η Κίνα, από την πλευρά της, πρόβαλλε την πολιτική της ‘ειρηνικής ανόδου’ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η πολιτική αυτή τόνιζε πως η Κίνα θα επιδιώξει να πετύχει την άνοδό της στις τάξεις των μεγάλων δυνάμεων μέσω της οικονομικής ευημερίας και με έμφαση στις σχέσεις καλής γειτονίας. Η ηγεσία, λοιπόν, στο Πεκίνο γνώριζε τις ανησυχίες που προκαλούσε η βελτίωση της θέσης της Κίνας, αλλά και το ιστορικό προηγούμενο των συχνών ηγεμονικών πολέμων, και επεδίωξε να καθησυχάσει τόσο τις ΗΠΑ όσο και τις διάφορες χώρες της Ασίας.

Οι ρεαλιστές, πάντα απαισιόδοξοι για την προοπτική συνεργασίας στις διεθνείς σχέσεις, βλέπουν το επιχείρημα αυτό με έντονο σκεπτικισμό. Οι εκπεφρασμένες προθέσεις των κυβερνήσεων δεν έχουν ιδιαίτερη αξία, επισημαίνουν, για δύο βασικούς λόγους. Αφενός μεν, δεν είναι πάντα ειλικρινείς. Είναι κάπως δύσκολο να πείσει κανείς τις χώρες που βρίσκονται αντιμέτωπες με τις αξιώσεις της Κίνας σε σχεδόν ολόκληρη τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας (Βιετνάμ, Μαλαισία, Φιλιππίνες, Μπρουνέι, την Ταϊβάν, που αντιμετωπίζει την απειλή βίαιης ενσωμάτωσης και την Ιαπωνία, που βλέπει τον έλεγχό της σε μια σειρά νησιών που κατέχει από το 1895 να αμφισβητείται), πως η άνοδος της Κίνας ήταν -ή πως εξακολουθεί να είναι- ειρηνική και βασισμένη σε σχέσεις καλής γειτονίας. Αφ’ ετέρου δε, οι προθέσεις των κυβερνήσεων μπορούν να αλλάξουν από την μια στιγμή στην άλλη, όπως άλλωστε μας απέδειξε με επώδυνο τρόπο η διακυβέρνηση Τrump τα τελευταία χρόνια.»

»Αυτό που έπεται -εν συντομία- είναι πως λόγω συμμαχιών και αυξανόμενης πίεσης από την Κίνα, οι ΗΠΑ πιθανότατα θα συνεχίσουν να έχουν το νου τους στην περιοχή. Ήταν και προτεραιότητα του Ομπάμα, το λεγόμενο ‘pivot to Asia’. Το σκεπτικό ήταν ότι έχοντας ασχοληθεί περισσότερο από όσο πρέπει με Ευρώπη και Μέση Ανατολή, οι ΗΠΑ αγνόησαν την κατάσταση στην Ασία και τον Ειρηνικό και πως αυτό έπρεπε να διορθωθεί. Είναι δύσκολο να διακινδυνεύσει κανείς προβλέψεις για τους λόγους που ο Trump επέλεξε συγκεκριμένα τους δασμούς σαν μέσο για τον ανταγωνισμό με την Κίνα (και όχι μόνο). Η πολιτική του έχει αρκετά προσωπικά χαρακτηριστικά που δεν είναι εύκολο να αποδοθούν ούτε σε μακροχρόνιες παραδόσεις πολιτικής, ούτε σε θεωρίες.»

»Όλα τα παραπάνω φυσικά, είναι αποτέλεσμα της εντυπωσιακής οικονομικής ανόδου της Κίνας. Στην αρχή η Κίνα απείχε τόσο από τις προπορευόμενες δυνάμεις που η εντύπωση που έδινε ήταν πως ‘άνοδο ακούμε και άνοδο δεν βλέπουμε’. Συγκεκριμένα, το 2000 η Κίνα είχε ΑΕΠ ανάμεσα σε εκείνο της Γαλλίας και της Ιταλίας. Οικονομικά, δηλαδή, πήγαινε καλά μεν, αλλά ήταν πολύ πίσω σε σχέση με τις ΗΠΑ (ΑΕΠ $1,2 τρισ. έναντι $10,2 τρισ.) δε. Αρκετοί σχολιαστές ήταν καθησυχαστικοί, εκτιμώντας πως ο εντυπωσιακός ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας, που πριν την κρίση του 2008 είχε ξεπεράσει το 14%, δεν θα μπορούσε να συντηρηθεί για πολύ. Έκαναν λάθος. Η Κίνα έχει καταφέρει να κρατήσει ρυθμό ανάπτυξης πάνω από το 6% από το 1991 και μετά.

»Η οικονομική άνοδος της Κίνας δεν μας νοιάζει βέβαια ως απομονωμένο γεγονός, αλλά σε σχέση με τις λοιπές δυνάμεις, και ειδικά με τις ΗΠΑ. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά, η Κίνα έχει σταθερά μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης από τις ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι η ψαλίδα κλείνει. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα κλείνει σχετικά γρήγορα. Μόλις εφτά χρόνια πριν, ο Mike Cox έγραφε πως το συνολικό ΑΕΠ των ΗΠΑ παρέμενε μεγαλύτερο των επόμενων τεσσάρων οικονομιών, της Κίνας, της Ιαπωνίας, της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Πλέον, είναι μεγαλύτερο μόλις των επόμενων δύο, της Κίνας και της Γερμανίας.»

Και αν μη τι άλλο είναι αρκετά εντυπωσιακά αυτά τα νούμερα για να μην εξετάσουμε λίγο εκτενέστερα πως επιτεύχθηκαν. Ειδικά όταν μιλάμε για μία χώρα με σχεδόν 1,5 δισ. πληθυσμό. Και σημείο έμφασης πρέπει να είναι το γεγονός πως η Κίνα «τρέχει» παράλληλα τόσο τον υψηλότερο ρυθμό παραγωγής δισεκατομμυριούχων, όσο και τον εντυπωσιακότερο ρυθμό εξάλειψης της ακραίας φτώχειας, μα και περιορισμού της φτώχειας γενικότερα, για το σύνολο του τεράστιου πληθυσμού της.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, πάνω από 850 εκατ. Κινέζοι έχουν ανέλθει των ορίων ακραίας φτώχειας, που αντιστοιχεί σε εισόδημα ως $1,90 τη μέρα, με το σχετικό ποσοστό να πέφτει από το 88% το 1981 στο 0,7% το 2015, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό φτώχειας -ημερήσιο εισόδημα ως $5,50 τη μέρα- κατέβηκε από το 98,3% του πληθυσμού το 1990, στο 27,2% το 2015.

(Πηγή: Μacrotrends.Νet)

Την ίδια ώρα, η διανομή του παραγόμενου πλούτου στις Ηνωμένες Πολιτείες, μάλλον ακολουθεί την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση:

Το πόσο διαφορετικές πορείες ακολουθούν οι δύο οικονομίες αποτυπώνεται εύληπτα στο άρθρο των New York Times, που υποστηρίζουν πως αν κάπου παραμένει ζωντανό πλέον «Το Αμερικάνικο Όνειρο», είναι στην Κίνα και όχι στις ΗΠΑ, εξηγώντας αναλυτικά στο άρθρο πως η πιθανότητα να αλλάξει κάποιος πολίτης ταξική ομάδα είναι πολλαπλάσια πιθανότερη στην Κίνα, από ό,τι στις ΗΠΑ.

«Διάφορες εκτιμήσεις», συνεχίζει ο Κωστής, «προβλέπουν πως η Κίνα μπορεί να ξεπεράσει σε επίπεδο ΑΕΠ τις ΗΠΑ στην επόμενη δεκαετία. Ας αρκεστούμε όμως στο παρόν και -βαριά- στο άμεσο μέλλον, γιατί οι εκτιμήσεις έχουν συχνά την τάση να ‘κακογερνάνε’. Οικονομικά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άνοδος της Κίνας έχει επιτευχθεί, μα αυτό δεν την κάνει αυτόματα υπερδύναμη. Oι στρατιωτικές δυνατότητες της Κίνας παρά την αύξησή τους, δεν βρίσκονται ούτε καν κοντά σε αυτές των ΗΠΑ και υπολείπονται μάλλον και της Ρωσίας, που έχει πάψει να είναι υπερδύναμη εδώ και τρεις δεκαετίες».

Και ένας από τους λόγους που αυτό δεν συνέβη, είναι ακριβώς επειδή η Κίνα δεν μπήκε στο κυνήγι του ανταγωνισμού σε πολεμικό ή σε διαστημικό επίπεδο με τις ΗΠΑ, σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Έχοντας «να ταΐσει» 1,5 δισ. πληθυσμό, ο κεντρικός άξονας που ακολούθησε ήταν αρκετά απλός: Προσκάλεσε όλες τις δυτικές βιομηχανίες να επενδύσουν στην αχανή έκτασή της, προσλαμβάνοντας το φτηνότατο εργατικό δυναμικό που διέθετε στη δούλεψή τους. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερο δέλεαρ για έναν καπιταλιστή από τη μείωση του μεταβλητού κόστους της εργασίας. Έτσι, στις δεκαετίες της τεχνολογικής εκτόξευσης, δεν υπήρχε εταιρεία τεχνολογικού τομέα, που να μην έχει πάρει αυτή την κινέζικη προσφορά.

Μα αυτό ήταν απλά το τυράκι στη φάκα. Και μπορεί να γελάγαμε προ χρόνων με το «είναι κινέζικο, δεν δουλεύει», ωστόσο η συγκεκριμένη κινέζικη φάκα αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική. Και τούτο καθώς η Κίνα, παράλληλα με τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα που επέφεραν οι αθρόες επενδύσεις στο εσωτερικό της, δεν κάθισε προφανώς σε μια γωνιά βλέποντας τους παγκόσμιους τεχνολογικούς κολοσσούς να κερδίζουν από το φτηνό εργατικό δυναμικό της. Αντίθετα, προέβη σε μία άνευ προηγούμενου τεχνολογική κατασκοπία. Ό,τι πατέντα μεταφερόταν στο εσωτερικό της χώρας της για να κατασκευαστεί, αντιγραφόταν από την ίδια για ίδια χρήση και όφελος. Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής δεν χρειάζεται να το αναζητήσετε πέρα της προέκτασης των χεριών μας, στα κινητά τηλέφωνα. Αν κάποιος στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας μας έλεγε πως η Huawei θα ήταν τόσο τεχνολογικά πιο προηγμένη από την Apple, σε βαθμό που την ημέρα κυκλοφορίας του κινητού-ναυαρχίδας της τελευταίας, θα της έκανε πλακίτσα για το πόσο πίσω παραμένει από αυτήν, το πιθανότερο ήταν να μην το πίστευε κανένας και καμία. Και αυτό απλά και μόνο επειδή κανείς και καμία δεν θα ήξερε ακόμα καν την ύπαρξη της Huawei σαν εταιρεία.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια τεχνολογικής κατασκοπίας και οικονομικού ανταγωνισμού, συμπεριλαμβάνεται και η σύλληψη της CFO (Chief Financial Officer) της Huawei Meng Wanzhou στον Καναδά, τον Δεκέμβρη του 2018, όπου και παραμένει υπό περιορισμό ως και σήμερα, με σχετικές κατηγορίες. Και ακριβώς λόγω της μη στρατιωτικής δυνατότητας της Κίνας, η κόρη του μεγαλομετόχου μιας εκ των κορυφαίων κινέζικων εταιρειών παραμένει εκεί εγκλωβισμένη, απλά μηνύοντας τις καναδικές αρχές για τον τρόπο συμπεριφοράς τους απέναντί της.

Σε αυτόν ακριβώς τον οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο χωρών εντάσσεται και ο πόλεμος δασμών που από το 2018 ο Trump έχει ξεκινήσει απέναντι –μεταξύ άλλων, μα κυρίως- στην Κίνα. Ο στόχος αυτών θεωρητικά είναι διττός: από τη μία να περιορίσει τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα που ετησίως δημιουργεί η Κίνα, που τα μέσα ετήσια δικά της υπολογίζονται στα $130 δισ., υπολειπόμενα αποκλειστικά τα των Ιαπωνίας και Γερμανίας, και από την άλλη στο να προκαλέσει επιστροφή μεγάλου μέρους της αμερικάνικης παραγωγής πίσω στις ΗΠΑ.

Πηγή: Peterson Institute For International Economics

Μα η πολιτική αυτή υποτιμά το γεγονός πως καμία άλλη χώρα του κόσμου δεν μπορεί να συνδυάσει την έκταση και τον πληθυσμό της Κίνας με το χαμηλό εργατικό ημερομίσθιο. Οποιαδήποτε μαζική μετεγκατάσταση σε άλλη ανατολική χώρα (πλην της επίσης αναπτυσσόμενης Ινδίας), θα προκαλούσε άμεσα ραγδαία αύξηση του εργατικού κόστους, λόγω της περιορισμένης προσφοράς αυτού. Ενώ ενδεχόμενη μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων στις ΗΠΑ θα είχε και τεράστιο κόστος, μα και θα αντιμετώπιζε και την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, κάτι που η Κίνα έχει επιτύχει ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες.

Τέλος, το σημαντικότερο, προκαλεί αναστατώσεις στις αγορές που, ειδικά μετά το 1989 είχαν μάθει πως προϊόντα και κεφάλαια μετακινούνται άφοβα και δωρεάν μεταξύ χωρών, με μόνο τους ανθρώπους να είναι εκείνοι που υπόκεινται σε έλεγχο και ενδέχεται να χαρακτηριστούν «παράνομοι», με πιθανότητα μη εισόδου. Παραλογισμός; Ναι, αυτός είναι ένα στοιχείο εγγενές στο σύστημα που λέγεται «ώριμος καπιταλισμός». Πώς ξαφνικά η μετακίνηση των κεφαλαίων και των προϊόντων υπόκεινται και αυτές σε περιορισμό, λοιπόν;

Ακριβώς την ίδια απορία πρέπει να είχαν και οι Κινέζοι αξιωματούχοι, οι οποίοι έχοντας επενδύσει στην επικράτηση της κινέζικης οικονομίας μέσω του διαρκούς επεκτατισμού αυτής, είδαν στις παραπάνω κινήσεις μία σαφή προσπάθεια περιορισμού της.

Όμως η ανάλυση του σχεδίου της «ειρηνικής και αναίμακτης» επικράτησης της κινέζικης οικονομίας, δεν μπορεί να περιοριστεί σε οικονομικό επίπεδο, αλλά γεννά βαθύτερα θέματα ιδεολογικοπολιτικού υπόβαθρου

«Ένα επιπρόσθετο ζήτημα που απασχολεί τις υπαρκτές και εν δυνάμει υπερδυνάμεις είναι αυτό της ‘μαλακής ισχύος’, μας εξηγεί ο Κωστής. «Δηλαδή του πόσο ελκυστικές είναι οι αξίες της κάθε χώρας σε άλλους. Το μοντέλο των ΗΠΑ μπορεί να έχει κάπως ξεθωριάσει σε σχέση με το 1989 και το αφήγημα περί του ‘Τέλους της Ιστορίας’. Μα αυτό δεν σημαίνει πως το Κινεζικό μοντέλο έχει εμφανιστεί σαν βιώσιμη εναλλακτική. To μοντέλο ενός αυταρχικού καπιταλισμού με έντονα στοιχεία ‘εσωστρεφούς εθνικής ιδιαιτερότητας’, όπως πετυχημένα το περιέγραψε ο Barry Buzan το 2011, δεν φαντάζει ιδιαίτερα ελκυστικό και δεν δείχνει να έχει βρει ακόμα πολλούς ένθερμους μιμητές.»

Αυτό το σημείο αποτελεί άλλωστε το πάτημα που βρίσκει η αμερικάνικη πολιτική ηγεσία για να επιτίθεται στους Κινέζους: τόσο το “Freedom of Speech”, που επικαλέστηκαν στην περίπτωση του Morey, όσο και το σύνολο των περιορισμών μίας σειράς από ελευθερίες του ατόμου.

Με τους Κινέζους να μην επιδιώκουν την οποιαδήποτε εμπλοκή στο στρατιωτικό επίπεδο, και την διαρκή ενίσχυσή τους στο οικονομικό επίπεδο έναντι των Αμερικανών, το προνομιακό πεδίο μεταφοράς της αντιπαράθεσης για τους τελευταίους παραμένει αυτό του ιδεολογικού και πολιτιστικού ιμπεριαλισμού. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, με ταινίες όπως το «Θιβέτ» με τον Brad Pitt, την αναβάθμιση του –αν μη τι άλλο αμφιλεγόμενου- Δαλάι Λάμα σε κάτι σαν παγκόσμιο ηγέτη, ως και πιο πρόσφατα, μέσω του South Park, το μήνυμα ήταν σαφές: Η Κίνα διοικείται από ένα απολυταρχικό καθεστώς, που οι ανθρώπινες ελευθερίες είναι περιορισμένες.

Από την άλλη, ειδικά όταν μία οικομικοκοινωνική πρακτική, όσο κατακριτέα κι αν είναι σε κοινωνικό επίπεδο, έχει καταφέρει να ανεβάσει 800 εκατ. ανθρώπους, ήτοι 2,5 φορές τον πληθυσμό των ΗΠΑ, πάνω από τα όρια της φτώχειας, τότε το αντεπιχείρημα είναι αυτό που προσφέρουν οι Manic Street Preachers και έχει τεράστια εφαρμογή ακόμα και στο εσωτερικό των ΗΠΑ.

Άλλωστε, το υποκριτικό της όλης επιχειρηματολογίας αποδεικνύεται και μόνο από τα λεγόμενα του Edward Snowden και την έκταση της εσωτερικής κατασκοπίας σε βάρος των ίδιων Αμερικάνων πολιτών. Αν «Οι Ζωές των Άλλων» για το τι συνέβαινε στην Ανατολική Γερμανία είχε σοκάρει μεγάλο μέρος του πληθυσμού με το τι παρουσίαζε, οι αποκαλύψεις του πρώην πράκτορα της NSA -και νυν εξόριστου στη Ρωσία για τον φόβο της ζωής του- για το τι συμβαίνει ακόμα και σήμερα στις ΗΠΑ θα έπρεπε να έχει ρίξει Κυβερνήσεις και να έχει προκαλέσει σημαντικότατες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο. Ποιες ακριβώς ελευθερίες των πολιτών επικαλούνται πως νοιάζονται οι Αμερικάνοι, όταν έχουν πρόσβαση ακόμα και στο τελευταίο μήνυμα που στέλνεται από τους πολίτες της χώρας τους;

Οι ατομικές ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα ωστόσο, είναι κοινωνικοί προβληματισμοί που κάθε άλλο παρά επηρεάζουν τις οικονομικές ελίτ. Αντίθετα, η λήψη των επιχειρηματικών αποφάσεων παραμένει πολύ μακριά από το -αποκλειστικά επικοινωνιακό- παιχνίδι των ατομικών ελευθεριών, περιοριζόμενη στο οικονομικό επίπεδο. Πότε άλλωστε οι πολυεθνικές νοιάστηκαν πέρα από λόγους marketing και γεμίσματος των reports της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης για τους εργαζομένους τους, πόσο δε για τις ελευθερίες αυτών;

Κατά συνέπεια, καμία εντύπωση δεν θα πρέπει να προκαλεί η στάση των αμερικάνικων επιχειρήσεων, απέναντι στην πολιτική προσπάθεια του Trump για επαναπατρισμό κεφαλαίων. Ο Άρης Χατζηστεφάνου γράφει στο άρθρο του «Ο Τραμπ ο πιο τρελός πρόεδρος μετά από τον …Κέννεντυ», τον Οκτώβρη του 2017 για το περιοδικό Unfollow: «Όταν ο κινέζος πρόεδρος ανακοίνωσε στις αρχές Σεπτεμβρίου (2017) το τελικό πρόγραμμα των συναντήσεων, που θα είχε στο πλαίσιο της επίσκεψής του στις ΗΠΑ, όλοι πρόσεξαν δυο σημαντικά «ραντεβού»: τις επισκέψεις στη Microsoft και την Boeing. Λίγες ημέρες αργότερα, οι κόκκινες σημαίες της Κίνας που κυμάτιζαν στα γραφεία του κολοσσού που ίδρυσε ο Μπιλ Γκέιτς δεν αποτελούσαν μόνο ένα μήνυμα φιλίας προς το Πεκίνο, αλλά και ένα σινιάλο στην Ουάσινγκτον: Εδώ κάνουμε μπίζνες… τον νου σας. Η Microsoft είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των εταιρειών που δυσανασχετούν με την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την Κίνα, αφού τα τελευταία 20 χρόνια έχει στήσει εκεί τα μεγαλύτερα κέντρα Έρευνας και Ανάπτυξης που διαθέτει εκτός αμερικανικού εδάφους.»

Πολύ απλά, ο πατριωτισμός για κάθε εταιρεία που σέβεται τους μετόχους της, δεν είναι παρά ένα ακόμα marketing tool για την προσέλκυση ηλίθιων καταναλωτών. Το μόνο ιερό και όσιο, παραμένουν τα κέρδη και τα μερίσματα.

Όλα τα παραπάνω (η δυσκολία μετεγκατάστασης μακριά από την Κίνα των επιχειρήσεων που λειτουργούν στο εσωτερικό της, το ελκυστικότατο οικονομικό πακέτο που αυτή προσφέρει, με το χαμηλότατο εργατικό κόστος) έκαναν την Κίνα να συνειδητοποιήσει ακόμα περισσότερο την οικονομική της δύναμη. Και η θέση της ήταν σαφής: Όποιος θέλει να απολαμβάνει τα παραπάνω προτερήματα, δεν μπορεί παρά να προσαρμοστεί στα δικά της ιδεολογικά θέλω και επιθυμίες.

Τα σχετικά παραδείγματα είναι πάμπολλα. Τον Ιούλη του 2018 απαίτησε από όλες τις αεροπορικές εταιρείες να σταματήσουν να δίνουν επιλογή προορισμού ως ξεχωριστή χώρα την Taiwan. Το ίδιο είχε πράξει και τον Γενάρη του ίδιου έτους με τη Zara, όταν η εν λόγω εταιρεία κυκλοφορήσει ένα μπλουζάκι με την Taiwan να εμφανίζεται ανεξάρτητη. Ομοίως έπραξε με την αλυσίδα ξενοδοχείων Marriott. Ενώ αυστηρές συστάσεις έγιναν από την Κίνα προς την Mercedes-Benz για ένα instagram post που απλά περιελάβανε μία φράση του Δαλάι Λάμα. Την ίδια ακριβώς αντιμετώπιση είχε και η Apple: όταν η κινέζικη ηγεσία αντιλήφθηκε πως μέσω crowd funding έχει αναπτυχθεί στο app store της ένα application που καταγράφει τη δραστηριότητα διαδηλωτών και αστυνομικών στο Hong Kong, η αντίδρασή της ήταν εφάμιλλη με την αντίδραση απέναντι στο NBA.

Φαντάζομαι δεν περνάει από κανενός/μιας σας το μυαλό το ενδεχόμενο άπαντες οι προαναφερθείσες εταιρείες-οικονομικοί κολοσσοί να μην συμμορφώθηκαν με τις κινέζικες προσταγές.

Κίνα και NBA

Η αναλυτική καταγραφή όλων των παραπάνω έγινε ακριβώς για να δείξει πως η σχέση του NBA με την απέραντη κινέζικη αγορά δεν διαφέρει από καμία άλλη παγκόσμια επιχείρηση που επιλέγει να συναλλαχθεί με την Κίνα. Ομοίως, βέβαια στη συνέχεια, δεν διαφέρει και η κινέζικη λίστα απαιτήσεων προς το NBA.

Το πόσο επίμονα προσπάθησε να εκμεταλλευτεί και το ΝΒΑ, όπως κάθε άλλη πολυεθνική επιχείρηση, την τεράστια κινέζικη αγορά, παρουσίασε πρόσφατα το αμερικάνικο περιοδικό Vox, μέσω της σειράς ντοκιμαντέρ Explained3, εξηγώντας πολύ αναλυτικά (και δεδομένα αναλυτικότερα από ό,τι το παρόν κείμενο θα μπορούσε) το πώς στήθηκε και πώς γιγαντώθηκε η σχέση –οικονομικής- εξάρτησης της Λίγκας από την Κίνα. Πώς, ενώ η φάκα και σε αυτήν την περίπτωση ήταν πάντα εκεί, η Λίγκα επέλεξε κι αυτή με τη σειρά της να επικεντρωθεί στο οικονομικό τυράκι. 

Σημείο έμφασης σχετικά αποτελεί μία φράση του πρώην Κομισάριου της Λίγκας, του David Stern, σε συνέντευξή του στο Sports Illustrated το μακρινό 2006, και στον Jack McCallum:

“Believe me, the China situation bothers me. But at the end of the day, I have a responsibility to my owners to make money. I can never forget that, no matter what my personal feelings might be.” Ωμά, κυνικά, μα σαφέσαστα: τα έσοδα της Λίγκας προηγούνται των όποιων ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Ακόμα και αναφορικά με το θέμα των αμερικάνικων δασμών που ο Trump επέβαλε, καθώς και το πως αυτοί θα επηρέαζαν τις οικονομικές συναλλαγές NBA και Κίνας είχε γραφτεί στο ίδιο το site της Λίγκας σχετικό άρθρο, από τα μέσα Σεπτέμβρη, πριν καν από το περιβόητο πια tweet του Morey.

Αυτό βέβαια κάθε άλλο εντύπωση θα έπρεπε να προκαλεί. Αρκεί κανείς να δει λίγο πιο προσεκτικά τα νούμερα. Aυτά λένε πως στη σεζόν 2018-19, πάνω από 500 εκατ. views ήρθαν από την Κίνα, ενώ το πλέον χαρακτηριστικό νούμερο είναι πως τον καθοριστικό έκτο τελικό ανάμεσα στους Raptors και τους Warriors τον παρακολούθησαν περισσότερα άτομα στην Κίνα (21 εκατ.) από ό,τι στις ΗΠΑ (18,3 εκατ.). Λίγες μέρες αργότερα δε, τον Ιούλη του 2019, το NBA ανακοίνωσε τη συμφωνία με την κινέζικη εταιρεία Tencent, αξίας $1,5 δισ. για πέντε χρόνια, για να αποκλειστική αναμετάδοση των αγώνων του NBA στην Κίνα. Η Tencent, η μόνη πλατφόρμα που μεταδίδει από την έναρξη της σεζόν 2019-20 ως και τώρα αγώνες NBA (πλην Rockets βέβαια), όπως αναφέραμε και στα εισαγωγικά του τρέχοντος κειμένου, αριθμεί 963 εκατ. χρήστες και αποτελεί τον κινέζο συνεργάτη του ESPN. Mόνο στους Τελικούς του 2017 είχε 200 εκατ. χρήστες να παρακολουθούν από τα κινητά τους. Το «κινέζικο twitter» δε, το Weibo, μέτρησε 2,9 δισεκατομμύρια views σε NBA video κατά τη διάρκεια των τελικών του 2019. Tα νούμερα, λοιπόν, είναι αστρονομικά.

Όλο αυτό το κινέζικο ενδιαφέρον για το NBA δεν μεταφράζεται σε κάτι άλλο πέρα από χρήματα. Αμέσως μετά το ξέσπασμα της κρίσης ανάμεσα σε ΝΒΑ και Kίνα, αρκετοί αναλυτές μίλησαν για ενδεχόμενο μείωσης του salary cap της επόμενης σεζόν ως και 15%, σε περίπτωση που οι κινέζικες χορηγίες αποσυρθούν στο σύνολό τους. Μία αρκετά συντηρητική εκτίμηση των συνολικών εσόδων της Λίγκας από την Κίνα παρουσίασε η USA Today, υπολογίζοντάς τα στα $500 εκατ. περίπου. Ωστόσο, αν κρίνουμε από το ότι οι ίδιες οι ομάδες προχώρησαν σε επαναϋπολογισμό του προϋπολογισμένου για τη σεζόν 2020-21 salary cap, μειωμένο κατά 15%, όπως προείπαμε, τότε το ποσό αυτό διπλασιάζεται και ξεπερνά το $1 δισ.

Η δε ζημιά αποκλειστικά για τους Rockets από την απόσυρση κινέζων χορηγών από την ομάδα, όπως πρώτος ο Marc Stein των New York Times δημοσίευσε υπολογίζεται στα $25 εκατ., $7 εκατ. για τη σεζόν 2019-20 και πάνω από $20 εκατ. σε βάθος χρόνου, όπως ο Arnovitz του ESPN διευκρίνισε.

«Ναι, αλλά για την Κίνα δεν λέτε»

Έντονα επηρεασμένες από την όλη κατάσταση δεν έμειναν μόνο οι ομάδες, αλλά σαφώς επηρεάστηκαν και οι παίχτες της Λίγκας. Πολλοί αναλυτές απέδωσαν τις πάμπολλες ανανεώσεις rookie παιχτών τον Οκτώβρη του 2019 (μετά την όλη αναστάτωση στις σχέσεις NBA και Κίνας), στην οικονομική τους εξασφάλιση άμεσα, έναντι του όποιου ρίσκου μπορούσε να ενέχει η -ως πέρσι συνηθέστερη πρακτική- αναμονή ως το επόμενο καλοκαίρι για διεκδίκηση μεγαλύτερης ανανέωσης. «Και αν όντως πέσει το cap;» φαίνεται να ήταν ο φόβος που φύλαξε τα έρμα.

Επιπρόσθετα, παρότι ο πρώτος που στράφηκε εναντίον της ενέργειας του ίδιου του του GM Morey, ήταν ο star των Rockets, James Harden, η συμφωνία του με την Shanghai Pudong Development Bank παραμένει σε κίνδυνο ακύρωσης. Συμφωνίες με κινέζικες εταιρείες έχουν οι Klay Thompson και Gordon Hayward με την Anta, ο C.J. McCollum με την Li-Ning και ο Lou Williams με την Peak. Και μιλάμε για μεγάλες συμφωνίες. Ο Thompson για παράδειγμα έχει λαμβάνειν $80 εκατ. από συμβόλαιο δεκαετούς διάρκειας, ενώ ο Lou Williams κερδίζει περισσότερα χρήματα από τις κινέζικες χορηγίες του ετησίως, από ό,τι από το συμβόλαιό του με τους Clippers ($8 εκατ. τον χρόνο).

Η έλλειψη υποστήριξής των παιχτών προς τον Morey, προς τις «αμερικάνικες αξίες» γενικότερα, με την αποφυγή καταδίκης των κινέζικων πρακτικών, θεωρήθηκε οπορτουνισμός και σήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Πολιτευτές τόσο των Δημοκρατικών, όσο και των Συντηρητικών τους μέμφθηκαν δημόσια, ο ίδιος ο Πρόεδρος Trump ειρωνεύτηκε τον διαρκώς ενεργά πολιτικά προπονητή των Warriors, Steve Kerr, για τη σιωπή του στο συγκεκριμένο ζήτημα, ενώ σωρεία δημοσιογράφων έπραξαν το ίδιο.

Καμία πλευρά, ωστόσο, δεν έδωσε ευθείες απαντήσεις. Αντίθετα, η κάθεμία πέταγε το μπαλάκι στην απέναντι μπάντα, προσπαθώντας να αλλάξει το πλαίσιο συζήτησης.

«Aυτό αποτελεί ‘λογική πλάνη’», μας εξηγεί ο Κωσταγιάννης, «αποκαλείται ‘tu quoque’ ή ‘επίκληση στην υποκρισία’. Η χρήση της αποσκοπεί στον αποπροσανατολισμό μιας συζήτησης, επικρίνοντας το ένα μέρος της συζήτησης, συνήθως αυτό που ασκεί την αρχική κριτική, για υποκρισία. Σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου επί παραδείγματι, οι Σοβιετικοί απαντούσαν σε κριτικές προερχόμενες από τις ΗΠΑ σχετικά με τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ‘κι εσείς λυντσάρετε μαύρους’. Η λογική πλάνη έγκειται στο ότι η απάντηση δεν απευθύνεται στην ουσία της ασκούμενης κριτικής, αλλά στην υποκρισία αυτού που την αρθρώνει. Το ότι αυτός που επικαλείται κάποιο επιχείρημα απέτυχε να ενεργήσει με βάση τη λογική του, λέει μεν κάτι για τον ίδιο, αλλά δεν υπονομεύει την ισχύ του επιχειρήματος

Και με «λογική πλάνη» απάντησαν οι παίχτες: «Πώς μας ζητάτε να μιλάμε για την Κίνα, που δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει, την στιγμή που όποτε πάμε να μιλήσουμε για τον ρατσισμό στην Αμερική, που τον έχουμε βιώσει στο πετσί μας, μας λέτε ‘shut up and dripple;”

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται ακόμα και η ενδεχόμενη επιχειρηματολογία εις βάρος της -λευκής στην συντριπτικής της πλειονότητας- υποκρισίας, που θα μπορούσε να συνοψιστεί στο πρόσωπο -ενός εκ των αγαπημένων μου σχολιαστών για το NBA- του Ben Golliver της Washington Post. Ο Golliver, που μέσα από τα podcasts του δηλώνει φανατικός καταναλωτής των προϊόντων της Nike και της Apple, που αμφότερες “are bending the knee” κάθε φορά που η Κίνα θα τους το ζητήσει, ήταν ένθερμος επικριτής των παιχτών του NBA που δεν είχαν τόσο σαφή θέση «υπέρ της ελευθερίας του λόγου», όσο θα ήθελε.

Αντίστοιχα το ότι ο ιδιοκτήτης των Rockets έβγαλε ανακοίνωση πως το franchise του Houston είναι καθαρά αθλητικό και μη πολιτικό. Χωρίς φυσικά την παραμικρή εντύπωση να προκαλεί αυτή η δήλωση, μπροστά στον φόβο απώλειας εσόδων από έναν δηλωμένο οπαδό και χρηματοδότη του Trump. Μιας και είναι γνωστό πως όπου ακούς no politica”, απώλεια χρημάτων και αίμα μυρίζει.

Όλα τα παραπάνω τονίζουν την αδυναμία κάθε πλευράς να υποστηρίξει τις θέσεις και την στάση της, μέσω μιας διαρκούς προσπάθειας να τονίσει το μεγαλύτερο λάθος, η μεγαλύτερη υποκρισία, της απέναντι πλευράς.

«Υπάρχει τελικά  ‘καλός’ και ‘καλός’ σε αυτή την διαμάχη;»

Στην κόντρα ανάμεσα σε Η.Π.Α. και Κίνα όλα έχουν να κάνουν με την τρέχουσα οικονομική κυριαρχία, μα και την επερχόμενη. Και το ΝΒΑ, τόσο ως προς την στάση της Λίγκας σε ανώτατο διοικητικό επίπεδο, όσο και ως προς την στάση των ίδιων των παιχτών, δεν διαφέρει από την μέση αμερικάνικη επιχείρηση, ή, ακόμα χειρότερα, από τον μέσο συνάνθρωπό μας: κοιτάζει τη δουλειά του και τα έσοδά του.

Το ζήτημα, ωστόσο, στον συγκεκριμένο ανταγωνισμό φοβάμαι πως δεν έχει να κάνει με το ποιος είναι ο «κακός» και ποιος ο «καλός», μα με το ποιος είναι ο «κακός» και ποιος ο «χειρότερος». «Καλός» δεν υπάρχει. Οι μεν Η.Π.Α. βιώνουν στο εσωτερικό τους το εντονότερο μεταπολεμικό χάσμα μεταξύ ακραία φτωχών και ακραία πλούσιων, χωρίς να καταφέρνουν να υποστηρίζουν την προάσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων στο βαθμό που τα διαφημίζουν. Η δε «ελευθερία του λόγου» έχει γίνει ένα αποτελεσματικότατο όπλο στα χέρια της νεοδεξίας στο εσωτερικό της χώρας, λειτουργώντας ως ο πολιορκητικός κριός για την επιθετική επιβολή των ακραίων απόψεών τους.

Από την άλλη, η Κίνα τα έχει καταφέρει πολύ καλύτερα από πλευράς διανομής του παραγόμενου προϊόντος στο εσωτερικό της, για αυτό και το καθεστώς χρίζει ευρείας υποστήριξης στο εσωτερικό της χώρας. Ωστόσο, και εδώ ο ρυθμός αύξησης των εκατομμυριούχων είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο της καταπολέμησης της φτώχειας, ενώ όταν μιλάμε για περιορισμό κοινωνικών ελευθεριών, μιλάμε για σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης αντιφρονούντων.

Ακριβώς αυτό όμως είναι το δίλλημα από το οποίο θα πρέπει να ξεφύγουμε. Ο κόσμος που θα έπρεπε να ονειρευόμαστε δεν έχει χώρο ούτε για συνθήκες διαβίωσης αντίστοιχες των μουσουλμάνων στην Xinjiang, ούτε των φτωχών, πόσο δε αν και μαύρων, έφηβων στην Νέα Υόρκη. Δεν γίνεται κανείς να σιωπά απέναντι σε καταστάσεις που περιλαμβάνουν δαρμένους και φιμωμένους διαδηλωτές στο Hong Kong, ούτε σε αντίστοιχες που καταγράφουν 366 μέσες ετήσιες αστυνομικές δολοφονίες, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Πόσο δε η όλη συζήτηση να αναλώνεται στο ποιος θα χάσει πόσα λεφτά σε ένα power game δισεκατομμυρίων ανάμεσα σε πολυεκατομμυριούχους. Θα έπρεπε να μιλάμε για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων, και για το πώς θα αλλάξει η διανομή του παραγόμενου προϊόντος συνολικά, ώστε αυτή να είναι δικαιότερη. Στο ότι απαράδεκτοι περιορισμοί, δεν είναι οι δασμοί που ακριβαίνουν προϊόντα, μα τα σύνορα που σκοτώνουν απελπισμένους ανθρώπους που αναζητούν κάπου το δικό τους δικαίωμα για αξιοπρεπή ζωή πάνω σε έναν κοινό πλανήτη.

Και η κριτική στο τρέχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα δεν είναι κάτι που γίνεται μόνο από εμάς στα πλαίσια του παρόντος κειμένου. Είναι κριτική της ίδιας της «Βίβλου» αυτού:

Σημειώσεις

1.  Εμπορικό ισοζύγιο είναι η διαφορά μεταξύ των προϊόντων που εξάγονται σε σχεση με αυτά που εισάγονται, και όταν αυτή η διαφορά είναι θετική μιλάμε για εμπορικό πλεόνασμα.

2. Από το άρθρο του The Atlantic του Οκτώβρη 2019 με τίτλο China Bends Another American Institution to Its Will”.

3. Το μινι ντοκιμαντερ του Vox

4. Το salary cap υπολογίζεται ως το 49% του συνολικού BRI (Basketball Related Income), του συνόλου των εσόδων της Λίγκας δηλαδή, από αθλητικές δραστηριότητες. Το ποσό αυτό διαιρείται δια 30, του αριθμού των ομάδων. Με $116 εκατ. να είναι το cap projection κάθε ομάδας για τη σεζόν 2020-21, το 15% αυτού είναι $17,4 εκατ. για κάθε ομάδα, επί 30 τον αριθμό τους, $522 εκατ. Το οποίο $522 εκατ. είναι το 49% των συνολικών εσόδων, άρα το 100% αυτών ανέρχεται σε $1,07 δισ. από την Κίνα. Αντίστοιχα, αν έστω αυτό το ποσό αποτελεί το 10% των εσόδων, τότε αναλογεί σε έσοδα αξίας $710 εκατ. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, μιλάμε για κινέζικα έσοδα ανάμεσα σε αυτό το εύρος, $700 εκατ. με $1 δισ.

 

Basketballguru.gr 2018 All righs reserved.      Designed and Developed by Web Rely