Δευτέρα, 27 Αυγούστου 2018 10:37

Ένα βροχερό βράδυ στην Κατερίνη.

Από :

To βράδυ της 23ης Ιουλίου, γύρω στις 9, λίγο έξω από την Κατερίνη άρχισε να βρέχει. Η βροχή ήταν σχετικά δυνατή κι έτσι αποφάσισα να κάνω στην άκρη σε έναν οργανωμένο τόπο ξεκούρασης, βλέποντας  το σύννεφο να κατεβαίνει από τον Όλυμπο και να φέρνει το σκοτάδι μια ώρα αρχύτερα.  Αν ήταν μια κανονική ημέρα δεν θα σταματούσα, αλλά σε μία κανονική ημέρα δεν θα είχα καν ξεκινήσει από την Θεσσαλονίκη τέτοια ώρα. Είχα φτάσει εκεί μόλις το ίδιο πρωί, άλλωστε, και όσο κι αν η αναχώρηση ήταν εσπευσμένη, τα νέα δεν άφηναν και ιδιαίτερο χώρο για σκέψη.

 Έκατσα στο σημείο για καμία ώρα. Δυο τρία τηλεφωνήματα και έναν τσακωμό αργότερα αποφάσισα πως το καλύτερο θα ήταν να περάσω το βράδυ κάπου εκεί κοντά. Δεν είχε νόημα έτσι κι αλλιώς να οδηγήσω άλλες τέσσερις ώρες, ούτε να προσθέσω παραπάνω βροχή στην κούραση της ημέρας. Το πιο υπεύθυνο πράγμα ήταν να ανοίξω τους «χάρτες», να βρω ένα τυχαίο κατάλυμα και να οδηγήσω το πρωί ξεκούραστος, όσο γινόταν να ήμουν ξεκούραστος τέλος πάντων.

Ένα περίεργο πράγμα, στην Κατερίνη δεν είναι εύκολο να βρεις κατάλυμα. Τα περισσότερα ανοιχτά αυτή την εποχή, είναι εκείνα της παραλίας. Διάλεξα το πρώτο που βγήκε στην λίστα, ακολούθησα τις οδηγίες του GPS και βρέθηκα σε μια έρημη πλατεία περιτριγυρισμένη από διάφορα κτίρια και πάντως όχι ξενοδοχείο. «Θα πρέπει να βγείτε να περπατήσετε» ήταν (όχι ακριβώς) η οδηγία του πλοηγού, ο οποίος δεν υπολογίζει ούτε σκοτάδια, ούτε βροχές και σίγουρα όχι άγχη. Κατέβηκα, περπάτησα περίπου πενήντα μέτρα προς ένα επιβλητικό κτίσμα που έμοιαζε με σχολείο – δεν ήταν – και παρατήρησα στα αριστερά έναν μικρό πεζόδρομο, στο τέλος του οποίου διακρίνονταν κάποια φώτα. Το κινητό μου φώναζε πως ήμουν ήδη στη ρεσεψιόν (sic) με το κλειδί στο χέρι, συνεπώς εκείνα έμοιαζαν η μόνη λύση. Είχε πάει ήδη 11 και δεν κυκλοφορούσε ψυχή στην γειτονιά. Μπήκα στο μικρό ταβερνάκι και ρώτησα.

«Το ξενοδοχείο @#%^;»

«Φίλε είσαι μακριά, αλλά τουλάχιστον είναι εδώ ο ιδιοκτήτης του»!

Βρήκα τον σουρεαλισμό πολύ ευπρόσδεκτο για την στιγμή, κι έτσι καθώς ο δυσκίνητα υπέρβαρος κύριος μου έδινε τις σχετικές οδηγίες για το πώς να φτάσω στην ιδιοκτησία του, ξέχασα τις μισές από αυτές σχεδόν μονομιάς. Παρόλα αυτά, οι αρχικές πληροφορίες ήταν αρκετές, με αποτέλεσμα μετά από τις πρώτες μια-δυο σωστές στροφές ο πλοηγός να εμφανίσει αυτή την φορά την σωστή τοποθεσία. Μετά από άλλα 10 λεπτά στεκόμουν αποκαμωμένος στο κατώφλι ενός μικρού ορθογώνιου διώροφου, αυτή την φορά όντως με το κλειδί στο χέρι. Το συμπονετικό βλέμμα του υποδοχέα καθώς έμπαινα στο ασανσέρ αποτέλεσε μια κάποια παρηγοριά. Ακόμη μεγαλύτερη, τα μηνύματα των φίλων, οι οποίοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έχει συμβεί. Το ίδιο προσπαθούσα εξάλλου και εγώ, καθώς στο βουνό δεν μπορούσε να ανέβει κανείς από όσους ήταν κοντά στον φλεγόμενο τόπο. Ο αδερφός μου είχε ξεμείνει κάπου στην Νέα Μάκρη, οι γονείς μου στην άλλη πλευρά, στην Ραφήνα. Ανέβηκαν προς τα πάνω λίγο πριν τα ξημερώματα και μέχρι τότε νέα δεν γινόταν να μεταφέρει κανείς.

Μπήκα στο μικρότερο δωμάτιο που έχω μείνει εδώ και κάμποσα χρόνια, με το μειονέκτημα να ισοσκελίζεται από το τασάκι στο κομοδίνο και το καινούριο κλιματιστικό. Έκανα ένα κρύο ντους, απάντησα σε μερικά ακόμη τηλεφωνήματα και ανέβασα πια ένα στάτους στο φέισμπουκ, προκειμένου το τηλέφωνο να σταματήσει να χτυπάει. Άνοιξα το παράθυρο να μπει βρόχινος αέρας και κοίταξα το πρώτο από τα έξι ταβάνια των επόμενων 35 ημερών. Η τηλεόραση άνοιξε στο πιο άσχετο κανάλι του κόσμου και ο ύπνος με πήρε τελικά περίπου στις τρεις. Ίσως το πιο περίεργο βράδυ της ζωής μου, η 23η Ιουλίου τελείωσε τελικά στις 6.30 της επόμενης. Τρεισήμισι ώρες ήταν για την περίσταση υπεραρκετές και σίγουρα επιτυχία, καθώς σε τέτοιες περιπτώσεις το μυαλό δεν έχει ιδέα τι να σκεφτεί για να ησυχάσει. 

Η έναρξη της ημέρας συνέπεσε με τη λήξη της βάρδιας του λεπτού, φαλακρού κυρίου, που με είχε υποδεχτεί το προηγούμενο βράδυ. Χωρίς την παραμικρή τεμπέλικη κίνηση μού έφτιαξε ένα τοστ, μία πορτοκαλάδα και το χειρότερο φρέντο καπουτσίνο όλων των εποχών. Το «πρωινό» δεν είχε ακόμη ανοίξει, έτσι αυτή η κίνηση αποτέλεσε την πρώτη, μικρή πράξη αλληλεγγύης της συγκυρίας. Τις επόμενες μέρες ακολούθησαν άλλες, πολύ σπουδαιότερες, που αφορούσαν άλλους, σε πολύ δυσχερέστερη θέση. Καθώς η φωτιά άφησε πίσω της ανθρώπους και ανθρώπους, στην γειτονιά μας συνέρρευσαν ένα σωρό θαυμάσιοι και θαυμάσιες, προσφέροντας ασταμάτητα ακόμη και το πιο μικρό: Ένα μπουκαλάκι νερό. Η αυτοοργάνωση και η αλληλοβοήθεια ξεφτίλισαν ανελέητα τους εκπροσώπους των θεσμών, οι οποίοι ακόμη ψάχνονται να δώσουν λύσεις στα πιο απλά προβλήματα, βαλτωμένοι στην ίδια την στοκώδη τους σύσταση.

Αν εώς τώρα σας φάνηκε πως η διήγηση περιέχει έναν ανάλαφρο τόνο, είναι διότι απόψε, ένα βράδυ πριν το άνοιγμα του Basketball Guru, έχω την δυνατότητα να κάθομαι σε ένα ξεκάρφωτο μπαλκόνι και να γράφω στον υπολογιστή. Στο σπίτι μας δεν έχουμε γυρίσει ακόμη, αλλά πιστεύω κάποια στιγμή σύντομα θα γυρίσουμε, κι ας χρειαστεί να κατοικήσουμε για κάποιους μήνες μέσα σε απολιθωμένο δάσος. Απόψε αισθάνομαι όμως κάμποσο τυχερός, διότι μπορώ να κάνω ένα σωρό σχέδια. Όταν πάμε πίσω, θα μαζέψουμε τους φίλους των διδύμων και θα ζωγραφίσουμε τους τοίχους άτσαλα, ώστε να είναι ξεκάθαρο ότι οι τοίχοι έχουν την ελάχιστη σημασία. Στο τετράγωνό μας, σε έναν χώρο που χρειάζονται περίπου τρία λεπτά για να τον διανύσεις από την μία άκρη στην  άλλη, θα κατοικούμε πλέον πέντε λιγότεροι. Το ότι η οικογένειά μου στέκεται σώα, αποτελεί καθαρά έργο της παντοδύναμης τύχης. Κανείς από όσους λείπουν δεν έκανε τίποτε παραπάνω από όσα του πρόσταζαν οι δυνάμεις του. Αντίθετα, έκαναν πολύ λιγότερα εκείνοι που είχαν τις δυνατότητες.

Τον Νέο Βουτζά και το Μάτι έχουν περικυκλώσει έξι πυρκαγιές από το 1995 και ύστερα. Για κάποιο μυστήριο λόγο, κανένας δεν ήταν έτοιμος για την έβδομη και με το «κανένας» δεν εννοώ τους κατοίκους. Μεταξύ μας εμείς αναμέναμε το κακό κάμποσα χρόνια, απλώς δεν πιστεύαμε και οι ίδιοι ότι θα ήταν τόσο μεγάλο. Στις τέσσερις ώρες που οδήγησα εκείνο το πρωί, στρίμωχνα στο κεφάλι μου βεβιασμένα αισιόδοξες εικόνες, καθώς οι προηγούμενες φωτιές είχαν αφήσει σεβαστό μέρος του δάσους ανέπαφο και δεν είχαν πάρει μαζί τους κόσμο. Περίμενα ότι θα έβρισκα έστω κάποια πράγματα όπως τα είχα αφήσει. Στο ύψος του 90, στον κλασικό σταθμό ξεκούρασης της εθνικής Αθηνών-Θεσσαλονίκης, ο Ιάσονας με προειδοποίησε: «Να ξέρεις πως είναι ζόρικα εδώ». Προετοιμάστηκα έτσι όπως έπρεπε. Δεν ήταν ζόρικα, ήταν μια γαμημένη κόλαση και η θέα της καμένης (εξωτερικά) πλευράς του σπιτιού ήταν το λιγότερο. 

Όμως προτιμώ να μιλήσουμε για την άλλη πλευρά, που δεν κάηκε.

Ο κύριος Κώστας Αναστασάτος, γείτονας στον νέο Βουτζά, παλιός προπονητής μπάσκετ και μεταξύ άλλων προπονητής της εθνικής και πρωταθλητής το 1977 με τον Παναθηναϊκό, δεν έζησε τον χαμό, καθώς έφυγε δύο ημέρες μετά από διαφορετική αιτία, η οποία τον είχε απομακρύνει από την περιοχή νωρίτερα, από όσο τουλάχιστον ξέρω. Ο κύριος Κώστας περνούσε συχνά από το γραφείο, καθώς διατηρούσε με την εταιρία μας επαγγελματική σχέση – δούλευε στον κλάδο των ασφαλειών. Ήταν μονίμως χαμογελαστός και συνεχώς πρόθυμος να μιλήσει για μπάσκετ. Δεν έτυχε να το αναφέρω ποτέ, καθώς σχεδίαζα να είναι μέρος των φετινών Specials και να τα λέγαμε εκεί, αλλά έχει συμβάλει στον χαρακτήρα του ιστοτόπου με έναν αληθινά καθοριστικό τρόπο.  Ήξερε για το χόμπι μου και για την προσπάθεια ανάλυσης του αθλήματος και πάντα όταν ερχόταν με ρωτούσε να δει πώς βλέπω τους δύο αιώνιους στην Ευρωλίγκα. Απαντούσα και μετά άρχιζε η κουβέντα, στην οποία πάντα είχε έναν καλό λόγο να πει για τους νεότερους συναδέλφους του.

Ένα πρωί, αν θυμάμαι καλά πάνε περίπου τρία χρόνια, είχε εμφανιστεί μετά από ένα θεαματικά αισχρό παιχνίδι στην Πυλαία μεταξύ του ΠΑΟΚ και του Ολυμπιακού. «Δεν τον αντέχω άλλο τον Σφαιρόπουλο», δήλωσα θριαμβευτικά. «Ολο πικ εν ρολ με τον Σπανούλη, δεν είναι μπάσκετ αυτό, δεν γίνεται να έχει αποτελέσματα έτσι φέτος».

«Άστα λίγο αυτά στην άκρη» μου είπε, «και πήγαινε δες πόσα χαμένα λέι απ είχαν όλοι οι παίχτες χτες. Δεν μπορούσαν να τελειώσουν μια φάση. Το μπάσκετ είναι κυρίως βασικά, fundamentals». Είπα να το επιχειρήσω (ο αποκωδικοποιητής μου έδινε την επιλογή) και η αλήθεια είναι πως έφριξα. Τα σουτ από κοντινή απόσταση που κατέληξαν στο σίδερο έχτιζαν πολυκατοικία.

Από τότε άρχισα να βλέπω την μπασκετική ανάλυση με περισσότερο σκεπτικισμό. Η προσοχή μου άρχισε να φεύγει από τους πάγκους, την ξεψώνισα κάμποσο με την (ανύπαρκτη) ικανότητα μου να διαβάζω τους προπονητές και σκέφτηκα πως ίσως ήρθε η ώρα η προσέγγιση μου απέναντι στο άθλημα να γίνει κάπως πιο σφαιρική. Καθώς όμως ένας άνθρωπος είναι σχεδόν αδύνατο να αναπτύξει εξίσου οξυδερκείς οπτικές μέσα από διαφορετικά πρίσματα, ήταν ολοφάνερο πως για να προχωρήσει το όλο εγχείρημα χρειάζονταν κι άλλοι. Το προσωπικό μπλογκ έπρεπε να γίνει ένα ομαδικό σάιτ, χωρίς αυθεντίες και προπάντων χωρίς περιχαρακωμένες απόψεις. 

Αρκούν τέτοια μικρά πράγματα, άραγε, προκειμένου να αλλάξει κανείς ρότα; Δεν έχω ιδέα, πάντως ο μήνας που πέρασε ήταν γεμάτος ανθρώπους επιδραστικούς, σαν τον κύριο Κώστα. Σχεδόν αμέσως μετά την καταστροφή, το τηλέφωνο γέμισε με προσφορές στέγης. Οι υπέροχοι φίλοι και φίλες μας δεν γνώριζαν ότι αυτό το ζήτημα το είχαμε λυμένο σχεδόν εξ αρχής. Μας προσφέρθηκαν περίπου 15 σπίτια, αν είναι ποτέ δυνατόν. Ένα σωρό άλλοι ρώτησαν με ποιο τρόπο μπορούν να βοηθήσουν. Το βλέπεις αυτό και αναρωτιέσαι τι μπορείς να κάνεις εσύ, προκειμένου να βγεις από την θέση του πληγέντα και να περάσεις σε εκείνη του συνεργατικού εθελοντή. Δεν έχεις παρά να ακολουθήσεις, υποθέτω, κι έτσι καθώς το πρώτο, παχύ στρώμα στάχτης απομακρύνθηκε με τον αέρα, μερικές καταπληκτικές γνωριμίες  της πρώτης εβδομάδας εξελίχθηκαν σιγά σιγά σε σχέσεις διαρκείας. Ένα ανεξάρτητο ντοκιμαντέρ από μία επίμονα διεισδυτική κοπέλα – που θα βγει σύντομα και από εδώ – ήταν απλώς το επιστέγασμα. 

Από εκείνες τις ημέρες μέχρι και σήμερα, έχουμε φιλοξενηθεί με την οικογένεια μου σε τρία (τέσσερα για μένα) σπίτια και ένα ξενοδοχείο. Κάναμε μάλιστα και διακοπές, κι ας πηγαινοερχόμουν στην Αθήνα για δουλειές και συμμετοχή σε αναπόφευκτες τοπικές δράσεις. Στο τελευταίο από τα «ταβάνια» που σας έλεγα στην αρχή, μαγείρεψα κιόλας για δύο συνεχόμενες μέρες, καθώς οι οικοδεσπότες ήταν παρόντες και όσο να ναι κάτι πρέπει και εσύ να προσφέρεις. Νομίζω πως τα πήγα εξαιρετικά, αν και θα έπρεπε να είχα φροντίσει επιμελέστερα για το κρασί. Όλο αυτό το διάστημα, η τηλεόραση δεν άνοιξε ποτέ, τόσο για να μην εκτεθούν τα παιδιά σε σακούλες, όσο και γιατί ως μέσο είναι γεμάτη απολιθώματα.

Ήταν λυπηρό να το βλέπεις. Επάνω στα όρια ζωής και θανάτου, τα κόμματα και τα media έπαιζαν παιχνίδια εξουσίας, προσπαθώντας να αποτρέψουν το κοινό από την επικίνδυνη δραστηριότητα της αναρώτησης. Η επίμονη αναζήτηση των «υπευθύνων» από κάθε πλευρά αποσκοπούσε και αποσκοπεί ακριβώς σε αυτό. Εάν ο καθένας καταλήξει στον δικό του υπεύθυνο, όποιος και να είναι αυτός (τα αυθαίρετα για την κυβέρνηση, η κυβέρνηση για την αντιπολίτευση, το μπαζωμένο ρέμα, η πυροσβεστική κ.ο.κ.), τότε η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο και ερωτήματα που αφορούν την οργάνωση της πολιτείας, όπως και τις διαχρονικές σχέσεις διάδρασης μεταξύ εκείνης και των υποκειμένων, πηγαίνουν στον βρόντο. Case closed! Την ίδια λειτουργία επιτελεί και η γραφική απεικόνιση της φρίκης. Η εικόνα δρα ανεξέλεγκτα ως άδειο σημείο και όταν δεν συνοδεύεται από τεκμηριωμένο λόγο, τότε οι θεατές απλώς το γεμίζουν με ό,τι πίστευαν από πάντα. Σκατά στα μούτρα τους, εμείς την ζωή αυτό τον καιρό την ήπιαμε παρέα με άλλους.

Καθώς ο Σεπτέμβρης είναι στο κατώφλι, μια φίλη με πήρε χθες τηλέφωνο και μου είπε κάτι φανταστικό: Πως μετά από όλα αυτά, μου αξίζει ένας ύπνος χωρίς στέγη πάνω από το κεφάλι μου. Συμφωνήσαμε να πάμε στην Δονούσα με το που μπει ο μήνας. Θα βρω την σκηνή μου και θα αράξω τρία βράδια στην παραλία. Μετά θα γυρίσω πίσω, γιατί ως γνωστόν έχουμε ένα σωρό πράγματα να κάνουμε ακόμη, αγαπητοί φανζ και αγαπητές γκρούπιζ. Η δράση είναι το παν, η αυτοοργανωμένη προσπάθεια η ελπίδα για αληθινά σπουδαία πράγματα, έστω και σε τοπικό επίπεδο. Όσοι ήταν μέσα στις φλόγες και όσοι περάσαμε ξυστά από αυτές, το συμπέρασμα αυτό είναι δύσκολο να το αποφύγουμε και πλέον καλούμαστε να το μετατρέψουμε σε πράξη.  Ήδη συμβαίνει, αν και θα πάρει καιρό να επουλωθούν τα τραύματα για πολλούς καλούς ανθρώπους.

Με αυτό το αυστηρά προσωπικό σημείωμα θέλουμε να σας καλωσορίσουμε στην προσπάθεια μας εδώ στο BG, για την σεζόν 18-19. Από φέτος τα δικά μου κείμενα θα είναι κάμποσο σπανιότερα, καθώς η ομάδα μεγάλωσε και πλέον έχω την δυνατότητα να απασχοληθώ σε άλλα δημιουργικά πεδία, πάντα με το πορτοκαλί χρώμα ως μέρος του κάδρου. Νιώθω πλέον αυτή την ανάγκη ως επιτακτική.

Η εξέλιξη είναι μάλλον ευεργετική για όλους, καθότι η ποιότητα συνολικά θα ανέβει και ο ιστότοπος θα μετατραπεί επιτέλους στο σύνολο των μελών του. Σε λίγες μέρες η ομάδα θα μεγαλώσει κατά δύο. Οι εκπομπές μας θα αυξηθούν σε αριθμό και θα βγουν (κάποιες) έξω από το στούντιο. Η στατιστική απεικόνιση θα μπει στην καθημερινότητα των αναλύσεων μας, μέσω ενός νέου συνεργάτη. Φυσικά, τα κοινωνικά μας κείμενα θα συνεχιστούν, με μεγάλο στόχο ένα από αυτά να έχει μετατραπεί σε κανονικό ντοκιμαντέρ μέχρι το επόμενο καλοκαίρι.

Καλώς ήρθατε λοιπόν σε μία ακόμη αγωνιστική περίοδο του Basketball Guru, του μοναδικού σάιτ για το μπάσκετ, το κρασί και τον έρωτα, όπου το μπάσκετ είναι το μπάσκετ, το κρασί είναι το κρασί και ο έρωτας είναι όλα τα υπόλοιπα. Μαζί και το βράδυ εκείνο στην Κατερίνη. «Χεστήκαμε, να καούν όλα τα κωλοαυθαίρετα να ησυχάσουμε», αναφώνησε ο πυροσβέστης που καθόταν στο διπλανό τραπέζι στον σταθμό ξεκούρασης, λίγο πριν εκείνος και οι συνάδελφοι του ξεκινήσουν εκ νέου για το Μάτι, στο πλαίσιο της επείγουσας αποστολής που τους είχε ανατεθεί. Όπως και εγώ, έτσι και εκείνοι, είχαν μπροστά τους ακόμη τέσσερις ώρες δρόμο.

Basketballguru.gr 2018 All righs reserved.      Designed and Developed by Web Rely