Παρασκευή, 03 Ιανουαρίου 2020 08:10

Στην εποχή του Σπανούλη

Aπό :

Θα μπορούσε κάποιος/κάποια να πει πως βλέπει μπάσκετ στην εποχή του Σπανούλη. Δεν ξεκινά απαραίτητα από ένα χρονικό σημείο, αλλά αν θα έπρεπε ντε και καλά να βάλουμε ένα στίγμα εκκίνησης, αυτό θα ήταν ... δύο. Πρώτα (χρονικά) η κατάκτηση του χάλκινου μεταλλίου με την εθινική στην Πολωνία το 2009 και δύο χρόνια αργότερα η αποψίλωση του ρόστερ του Ολυμπιακού και η σπορά της νέας ομάδας γύρω από εκείνον.

Για την ακρίβεια, το δεύτερο γεγονός είναι μάλλον σπουδαιότερο βάσει των όσων ακολούθησαν, όμως στο πρώτο φάνηκαν ξακάθαρα τα σημάδια μίας διαρκούς συνθήκης: Πως ο Σπανούλης, εφόσον ταιριάζει με ο,τι υπάρχει γύρω του, μπορεί από μόνος του όχι απλά να βελτιώσει ένα σύνολο, αλλά να το πάει μέχρι το τέλος. Και όχι μία φορά, αλλά ξανά και ξανά και ξανά. Όπως κάθε παίκτης στο οποίου την εποχή ζήσαμε.

Ενας νέος τρόπος σχεδιασμού

Διαβάζοντας τα ρεπορτάζ από το καλοκαίρι του 2011, συνειδητοποιεί κανείς πως η έναρξη κρεμάστηκε από μία κλωστή. Τρεις-τέσσερις μερούλες πριν την οριστική απόφαση της διοίκησης του Ολυμπιακού να χρίσει τον Σπανούλη μοναδικό ηγέτη ενός νεανικού ρόστερ και να τον πλαισιώσει με ξένους-στοιχήματα, οι αναφορές συνέκλιναν πως ο Ραζνάτοβιτς θα προτρέψει τον πελάτη του να τα μαζέψει και να φύγει, ακολουθώντας τον δρόμο των υπολοίπων ακριβοπληρωμένων αστέρων του ερυθρόλευκου ρόστερ.

Χαρακτηριστικά, ο Γιάννης Ντεντόπουλος έγραφε στην Ελευθεροτυπία: "Με αυτή την κατάσταση, ο Σπανούλης θα φύγει», προανήγγειλε ο μάνατζερ του διεθνούς γκαρντ Μίσκο Ραζνιάτοβιτς στη σερβική τηλεόραση. Ο Λαρισαίος γκαρντ έχει λαμβάνειν δεδουλευμένα 4 μηνών και εγγυημένο συμβόλαιο με τον Ολυμπιακό, ύψους 2,4 εκατ. ευρώ για τον επόμενο χρόνο. Είναι προφανές ότι θα απαιτήσει να διασφαλίσει όλα τα χρήματά του και με αυτόν τον όρο θα πάει να συζητήσει οποιαδήποτε αντιπρόταση του Ολυμπιακού. Εκτός από την Εφές Πίλσεν (έχει βάλει στο μάτι τον Στράτο Περπέρογλου), στον χορό της διεκδίκησης του Σπανούλη μπήκαν γερά η ΤΣΣΚΑ και κυρίως η Μπαρτσελόνα."

Πόσο μακρινά μοιάζουν όλα αυτά τώρα ε; Από τότε και χθες, ο Σπανούλης αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ και πρώτος πασέρ στην ιστορία της Ευρωλίγκα, χάρισε στον Ολυμπιακό δύο ευρωπαϊκούς τίτλους, τον πήγε σε δύο ακόμη τελικούς και έφερε στο λιμάνι τρία πρωταθλήματα Ελλάδος, τα οποία οι Πειραιώτες έβλεπαν με το κυάλι.

Η φρασεολογία μοιάζει κάπως παρωχημένη, υπό την έννοια πως έχουν περάσει ανεπιστρεπτί οι εποχές που ένας παίκτης μπορούσε να πιστωθεί σχεδόν μόνος του την πορεία μίας πολύ καλής ομάδας. Μάλιστα ίσως τέτοια συγκυρία δεν υπήρξε ποτέ στο μπάσκετ, απλώς συνηθίζαμε να λέμε πως "ο Γκάλης του κέρδισε μόνος του" ή πως "ο Τζόρνταν πήρε έξι πρωταθλήματα". Πάντα συνέτρεχαν επιπλέον λόγοι για την επιτυχία και πλέον (τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό μπάσκετ) συντρέχουν ακόμη περισσότεροι. Τα λεπτά στο παρκέ μοιράζονται παραπάνω, το σκορ απλώνει μέχρι το βάθος της στελέχωσης και παρά τα πρόσφατα σημάδια ανάκαμψης των πολωτικών σκόρερ από το ΝΒΑ, το νόμισμα δεν έχει ξαναστρίψει. Δεν αποκλείεται να συμβεί, όμως η "εποχή Σπανούλη" δεν χαρακτηριζόταν από τέτοια πράγματα, για να διεκδικήσει ο οποιοσδήποτε να χαραχτεί το όνομα του σε γραμματόσημο.

Παρόλα αυτά, ο Σπανούλης κατάδειξε τον δρόμο για κάτι σπουδαιότερο στην σύγχρονη οργάνωση του αθλήματος: Την δυνατότητα ενός οργανισμού να προγραμματίσει και να χτίσει την λειτουργία του σε βάθος χρόνου γύρω από τα χαρακτηριστικά του καλύτερου παίκτη του. Το βλέπουμε να συμβαίνει κατά κόρον και προγραμματισμένα στην "απέναντι" όχθη, το είδαμε για πρώτη φορά τόσο συστηματικά εφαρμοσμένο και στην αποδώ, την ευρωπαϊκή, στην οποία ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός δεν είναι ακριβώς στην ημερήσια διάταξη. Ο Ολυμπιακός πιάστηκε από τον μεγάλο παιχταρά, στελεχώθηκε γύρω του προσεκτικά με ψηλούς που μπορούσαν να του δημιουργούν χώρους, επέλεξε τους προπονητές που θα μεγιστοποιούσαν το ταλέντο του, διάλεξε τον σωστό υπαρχηγό και πορεύτηκε με τον V εξελικτικά, μέχρι να τον ψευτολυγίσει ο χρόνος. Δεν συνιστούσε απολύτως καμία υπέρβαση η πορεία των ερυθρόλευκων την προηγούμενη δεκαετία, παρά το συγκριτικά μικρότερο μπάτζετ. Ήταν απλώς το αποτέλεσμα του να υπάρχει στο ρόστερ ο Βασίλης Σπανούλης και να πλαισιώνεται όσο το δυνατόν καλύτερα.

Οι τομείς εξέλιξης του παιχνιδιού.

Ο ίδιος φρόντισε να ανταποδώσει. Από την ημέρα που ήρθε στον Ολυμπιακό μέχρι και σήμερα, ανέπτυξε διαφορετικά ατομικά χαρακτηριστικά, ώστε το σύνολο να παραμένει διαρκώς αραγές, ανεξάρτητα από τα μπες-βγες στο ρόστερ. Αρχικά, ιδού πώς εξελίχτηκαν μέσα στη δεκαετία οι αποστάσεις εκτέλεσης του πρώτου σκόρερ στην ιστορία της Ευρωλίγκα.

Η πρώτη (και σίγουρα σωστή) ανάγνωση λέει πως σιγά σιγά ο Σπανούλης μετέφερε το σκοράρισμα του προς το τρίποντο. Την χρονιά της κατάκτησης του πρώτου εκ των δύο τροπαίων Ευρωλίγκα που κατέκτησε με τον Ολυμπιακό (2012), η αναλογία τριπόντων επί των συνολικών προσπαθειών ήταν λίγο κάτω από 4/10, ενώ φέτος για παράδειγμα βρίσκεται σε ιστορικό υψηλό, με σχεδόν 6/10 εύστοχα σουτ να είναι τρίποντα. Τις συγκεκριμένες διαφοροποιήσεις μάλλον τις έφερε η ανάγκη για μικρότερη καταπόνηση, παρόλα αυτά δεν θα προέτρεχα τελείως αγόγγυστα σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Προφανώς τα χιλιόμετρα έχουν παίξει τον ρόλο τους, όμως κατά την διάρκεια της καταπληκτικής πορείας του παιχταρά, φαίνεται πως η προσαρμογή των σουτ αφορούσε και την υπόλοιπη στελέχωση ή τον τρόπο παιχνιδιού.

Για παράδειγμα, αν ρίξουμε μια ματιά στην σεζόν 2014-15, θα παρατηρήσουμε πως το ποσοστό τριπόντων επί των συνολικών προσπαθειών πλησιάζει το ιστορικό υψηλό. Αντίθετα, την αμέσως επόμενη πέφτει εκ νέου σημαντικά, στο τρίτο χαμηλότερο "σκαλί" της δεκαετίας. Λεπτομέρεια; Την χρονιά αυτή στο πλευρό του Σπανούλη δεν υπήρχε παρά ένας συνεπής ψηλός (Χάντερ), ο Πρίντεζης είχε χάσει 7 παιχνίδια, οι ανάγκες για σκορ στη ρακέτα ήταν μεγαλύτερες και γενικά ο Ολυμπιακός ήταν κακοσχεδιασμένος, χωρίς σουτέρ στις θέσεις των γκαρντ και με λίγες προσπάθειες για τρίποντο εν γένει (21+). Ο αρχηγός εμφάνισε τις χειρότερες επιδόσεις του στα σουτ (36,8% - 26%) εκείνη την περίοδο, για να ανακάμψει φυσικά αργότερα θριαμβευτικά, στην διαδρομή προς τον τελικό του 2017. Τότε μεγάλωσε εκ νέου το βεληνεκές του, ισορροπώντας μεταξύ ρακέτας και τόξου και ανεβάζοντας τα ποσοστά. Αν λοιπόν η καταπόνηση έπαιξε κατηγορηματικά ρόλο στις παραπάνω μετατοπίσεις, αυτό πιθανότατα συνέβη πέρυσι και φέτος. Πιο πριν ο V-Span απλώς πήγαινε με το μπάσκετ.

Το ίδιο ισχύει και για τις ασίστ. Ο Σπανούλης ανά τα χρόνια άλλαξε τελείως την συμπεριφορά του μέσα στο γήπεδο, επειδή αναγνώρισε τις καταστάσεις. Δείτε παρακάτω έναν πίνακα με το ast%, δηλαδή με το ποσοστό των εύστοχων σουτ που έφτιαχνε για τους συμπαίκτες του, όσο ήταν στο παρκέ.

Oι σκουρόχρωμες μπάρες δείχνουν μεγαλύτερη συχνότητα ή αν προτιμάτε αυξημένη "δημιουργία" (καταχρηστικά εδώ ο όρος, καθώς δημιουργία δεν σημαίνει μόνο ασίστ) και ξεκινούν από τις μέρες του Παναθηναϊκού, από την πρώτη παρουσία στην Ευρωλίγκα. Και εδώ η καταπόνηση έχει παίξει τον ρόλο της, όμως ο Ολυμπιακός, με την εξελιγμένη εκδοχή του αρχηγού-πασέρ έφτασε σε δύο τελικούς, τους οποίους έχασε από τα λογικά φαβορί.

Ο Σπανούλης του 2017 δεν είχε σχέση με εκείνον του '12. Δεν σκόραρε με τους κουβάδες (12,6 έναντι 16,7 πόντους), ήταν λιγότερο αποτελεσματικός (47,6 eFG% έναντι 55,3%), παίρνοντας μέσες άκρες τις ίδιες αναλογικά προσπάθειες, όμως μαζί του οι ερυθρόλευκοι ξαναέφτασαν στην κορυφή, επειδή πλέον έπαιζε διαφορετικά. Θα μπορούσε να το πει κανείς κούραση, θα μπορούσε όμως και εξέλιξη, βάσει της διάδρασης μεταξύ της ομαδικής ανάγκης και της αναπόφευκτης σωματικής αλλαγής. Ιδού οι "ευεργεντηθέντες" της δεκαετίας, με τον Πρίντεζη να κατέχει απολύτως φυσιολογικά την πρωτοκαθεδρία.

Πέρα από τα νούμερα

Η ξερή ανάγνωση ποσοστών και αριθμών πάντως, δεν ήταν ποτέ με το μέρος του. Στο βιογραφικό του V-Span συναντώνται λάθη, πολλά λάθη, όπως και χαμηλοί δείκτες αποτελεσματικότητας σχεδόν διαχρονικά, οι οποίοι κάθε άλλο παρά παραπέμπουν σε ηγέτη. Το φύλλο της αναλυτικής στατιστικής ελάχιστα στέκεται σύμμαχος του και αδυνατεί να ποσοτικοποιήσει την βαρυτική δύναμη που ασκούσε και ασκεί εντός του αγωνιστικού χώρου. Αυτή η δύναμη είναι που του δημιούργησε τον χώρο να εξελιχθεί σε πασέρ ολκής, αυτή παρήγαγε το οξυγόνο για όλους τους υπόλοιπους.

Η προέλευση της εντοπίζεται φυσικά σε ένα ατομικό χαρακτηριστικό: το ένστικτο του σκόρερ, κάτι επίσης μη μετρήσιμο. Τη χρονιά του θριάμβου επί της ΤΣΣΚΑ, πριν ακόμη παρατηρηθεί η παραμικρή βουτιά στα ποσοστά, ο Σπανούλης σκόραρε σχεδόν 17 πόντους ανά παιχνίδι, με περίπου 39% στα τρίποντα και 54% στα δίποντα. Στον τελικό απέναντι στους Ρώσους είχε βάλει 15 πόντους μέχρι να ξεκινήσει η αντεπίθεση, στον ημιτελικό με την Μπαρτσελόνα 21. Στη μνήμη όλων μας έχει χαραχτεί η ασίστ στον Πρίντεζη, να τι οδήγησε σε αυτήν.

Ποιος μπορούσε μετά από αυτά να μην στρέψει την προσοχή του κανείς σε εκείνον; Κάθε φορά που ο Σπανούλης βρέθηκε σε θέση βολής από τον κεντρικό διάδρομο σκόραρε, σε δύο μάλιστα περιπτώσεις μέσα από τον πρωτεύοντα αιφνιδιασμό. Τα υπόλοιπα είναι μέσες άκρες ιστορία, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και βρίσκει τον αρχηγό του Ολυμπιακού τόσο εκπρόσωπο, όσο και διαμορφωτή ενός μοντέλου κατασκευής μπασκετικών οργανισμών, που θέλει την αγωνιστική βαρύτητα του καλύτερου παίκτη να διαχέεται σε όλες τις διακλαδώσεις του οικοδομήματος. 

Εύλογα, οι φίλες και οι φίλοι του Ολυμπιακού αναζητούν για την καριέρα του παίκτη-ορόσημο μία κατάληξη διαφορετική από τη φετινή μέτρια πορεία, μία έκβαση που ιδανικά θα συνδύασει το ατομικό κατόρθωμα με την ομαδική διάκριση. Είναι σχεδον αδύνατο να συμβεί φέτος, μπορεί να συμβεί του χρόνου. Στο μπάσκετ όμως, ακόμη και στην εποχή του Σπανούλη, οι μεγάλοι παίκτες συνήθως αποσύρονται με την υπέρλαμπρη μελαγχολία που τους αξίζει. Και όχι ακόμα.

Basketballguru.gr 2018 All righs reserved.      Designed and Developed by Web Rely